Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ήταν μία φωτεινή μορφή Ορθόδοξου Ιεράρχη με σπάνια προσόντα. Στα φοιτητικά του χρόνια ενέπνευσε νέους που αναζητούσαν το Απόλυτο στις φοιτητικές κατασκηνώσεις και στα κατηχητικά μαθήματα του Αγίου Κωνσταντίνου Ομονοίας, μετέπειτα καταξιωμένες προσωπικότητες στην κοινωνία, ενθουσίασε τους φοιτητές στη Θεολογική Σχολή των Αθηνών και προσείλκυσε πιστούς συνεργάτες για το έργο του. Πρόσφερε την αγάπη και την ελπίδα στους Αφρικανούς, μετέφερε το αναστάσιμο φως στην Εκκλησία της Αλβανίας, στη θαμμένη κάτω από τα ερείπια της πρωτόγνωρης ολοκληρωτικής μανίας, την οποία ανασυγκρότησε με τρόπο θαυμαστό .
Η παρουσία του, όπου δρούσε, προκαλούσε σταθερές αντιδράσεις: προβληματισμό, συγκίνηση, θαυμασμό, αποδοχή. Ενίοτε και απόρριψη από μικροψυχία ή και από το σύνδρομο των Αθηναίων απέναντι στον Αριστείδη τον δίκαιο.
Αξιοσημείωτη είναι η αναγνώρισή του από τους διαθρησκειακούς και διαχριστιανικούς κύκλους, όπου καθιερώθηκε ως αδιαμφισβήτητος θρησκευτικός ηγέτης Ορθόδοξος Ιεράρχης
Ο Αριστοτέλης στη Ρητορική ορίζει ότι τα μέσα πειθούς σε μία ανθρώπινη επικοινωνία είναι ο λόγος, το ήθος και το πάθος: ο λόγος είναι τα λογικά επιχειρήματα, το ήθος ο σωστός χαρακτήρας του ομιλητή και το πάθος η κατανόηση των ανθρωπίνων συναισθημάτων των αποδεκτών, ώστε να δημιουργούνται ανάλογες συγκινήσεις για την αποδοχή του μηνύματός του. Σε αυτά τα σημαίνοντα στηρίχτηκε ο Αρχιεπίσκοπος, φορτισμένα με χριστιανικά σημαινόμενα. Ο λόγος είναι πρωτίστως ο Λόγος του Θεού που έλαβε ανθρώπινη σάρκα και φανερώθηκε στους ανθρώπους. Ο λόγος του Αριστοτέλη ακολουθεί: το περιεχόμενο της πίστεως αφομοιώνεται και αναπτύσσει δημιουργικό διάλογο με τους συνομιλητές και τον κώδικά τους, για να τους μεταφέρει την αυθεντική μαρτυρία και να τους παρακινήσει να σκεφτούν και ενδεχομένως να τους πείσει (Ν. Ματσούκας).
Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος του Αρχιεπισκόπου με τον Πρόεδρο Μπερίσα, όταν του ανακοίνωσε το όνομα του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου που ίδρυσε η Εκκλησία στα Τίρανα: «ΛΟΓΟΣ». Εκείνος αντέδρασε κατά την ενδημούσα ανθελληνική καχυποψία και του είπε: Όχι ελληνικά ονόματα! Ο Αρχιεπίσκοπος συνέχισε εξηγώντας πως πρόκειται για λέξη με πολυδιάστατη σημασία, ιστορικό βάθος και ανεξάντλητη διαχρονική επικαιρότητα, χωρίς να τον πείσει. Στο τέλος τον ρώτησε: Εσείς είστε γιατρός, ποια είναι η ειδικότητά σας; Ο Πρόεδρος απάντησε: καρδιολόγος!
Η στάση του στις διαθρησκειακές συναντήσεις στηριζόταν στην ακλόνητη πεποίθησή του: «Η ἐν Χριστῷ ζωή υπαγορεύει και επιβάλλει τον σεβασμό της ελευθερίας του κάθε ανθρωπίνου προσώπου, το οποίο είναι «εἰκών τῆς ἀρρήτου δόξης» του Θεού. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων σχετίζονται με πολιτιστικές καταβολές και με άλλες επιδράσεις, τελικώς, όμως, είναι θέμα της θεόσδοτης ελευθερίας τους. Συγχρόνως, όμως, ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να γνωρίζει την αλήθεια του Θεού για τις οριστικές επιλογές του.»
Στο μάθημα της Ιστορίας των Θρησκευμάτων στη Θεολογική Σχολή του ΕΚΠΑ, στους πολυπληθείς φοιτητές στο αμφιθέατρο τόνιζε: «Δεν χρειάζεται να συγκρίνετε τις δικές μας κορυφές με τις χαράδρες των άλλων». «Ο άλλος δεν είναι αναγκαστικά ο εχθρός ή ο κίνδυνος. Μπορεί να είναι για μας εμπλουτισμός».
Ως προς την εμπλοκή των θρησκευτικών παραδόσεων από οικονομικές και πολιτικές σκοπιμότητες σε αιματηρές συγκρούσεις και την υποδαύλιση του θρησκευτικού φανατισμού, η κραυγή του ακούστηκε δυνατά: «Μη ρίχνετε το λάδι της κανδήλας στη φωτιά του πολέμου.Η θρησκεία είναι θείο δώρο, δοσμένο για να γαληνεύει τις καρδιές, να θεραπεύει τις πληγές και να φέρνει πλησιέστερα άτομα και λαούς».»
Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν εκ φύσεως πράος, ευγενής και μειλίχιος χαρακτήρας. Στις εγκύκλιες και προπτυχιακές σπουδές στην Αθήνα αρίστευσε. Στη γερμανική κατοχή εντάχθηκε συνειδητά σ’ ένα πνευματικό περιβάλλον αυταπάρνησης, ακεραιότητας, ιεραποστολικού ζήλου, μελέτης της Αγίας Γραφής και λειτουργικών βιωμάτων. Εκεί αναπτύχθηκαν ειλικρινείς δια βίου φιλίες με συνομηλίκους. Πολλοί αργότερα διακόνησαν την Εκκλησία, όπως οι κληρικοί του Οικουμενικού Θρόνου, ο Αρχιεπίσκοπος πρ. Αμερικής Δημήτριος, οι μακαριστοί Κορέας και μετέπειτα Πισιδίας Σωτήριος και ο π. Ευσέβιος Βίττης στη Σουηδία. Πραγματοποίησε συνεπείς μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία, στην Ιστορία των Θρησκευμάτων, Αφρικανολογία και Ιεραποστολική, πολλαπλές επιτόπιες έρευνες στην Ασία, την Κεντρική Αμερική και την Αφρική για τα μεγάλα θρησκεύματα, πρωτοποριακή μελέτη στα ελληνικά για το Ισλάμ (αρχές δεκαετίας ’70), οι οποίες οπωσδήποτε διαμόρφωσαν τη σκέψη του. Όμως, τις διανοητικές του προϋποθέσεις διαπότιζε η βαθιά εμπειρία του ζώντος Χριστού, που είναι «Φως δικαιοσύνης, φως ελπίδος, κυρίως φως αγάπης στις διαστάσεις που την αποκάλυψε ο Χριστός» και η βεβαιότητα ότι «αποστολή και ευθύνη της Εκκλησίας είναι να συνδέει την ανθρωπότητα με τον αληθινό Θεό της Αγάπης». Αυτή η αυθεντική μαρτυρία τον ανέδειξε θρησκευτικό ηγέτη σε διεθνές επίπεδο.
Ενδεικτικά στο Παγκόσμιο Διαθρησκειακό Συμβούλιο αναγορεύτηκε Επίτιμος δια βίου Πρόεδρος. Τα μέλη του αντίστοιχου τοπικού Συμβουλίου, που ιδρύθηκε με την πρωτοβουλία του στην πολυθρησκευτική Αλβανία και στόχο την αρμονική και δημιουργική κοινωνική συνύπαρξη, στις δύσκολες στιγμές του στον Ευαγγελισμό δήλωσαν: «Η συμβολή και η έμπνευσή του όσον αφορά τη συνεργασία και κατανόηση μεταξύ θρησκειών αποτελούν μάθημα και οδηγό για όλους μας…αποτελεί παράδειγμα ειρήνης και ενότητας για την κοινωνία μας».
Η φυσική παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στην οικουμενική κίνηση ή «το άνοιγμα», όπως έλεγε, «σε νέους ορίζοντες», άρχισε το 1963 στο Μεξικό, όταν ως νεαρός διάκος εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος στην ολομέλεια της Επιτροπής Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Περατώθηκε το 2013, όταν ως Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας αποσύρθηκε με τη λήξη της θητείας του ως Προέδρου του ΠΣΕ. Η παρουσία του συνεχίστηκε κυρίως με λιτές δηλώσεις για καίρια παγκόσμια ζητήματα οπότε, κατά τις μαρτυρίες ειδικών, κάθε ανάρτησή τους στα διαδικτυακά μέσα του Συμβουλίου συγκέντρωνε μονομιάς 20.000 αναγνώστες (hits). Συγχρόνως για τρεις δεκαετίες συμμετείχε και σε άλλες διαχριστιανικές πρωτοβουλίες ως ορθόδοξος εκκλησιαστικός ηγέτης.
Η λέξη οικουμένη, ως (πιθανόν) γνωστόν, στους ελληνορωμαϊκούς χρόνους σήμαινε την οικουμένη (κατοικουμένη) γη, που συνέπιπτε με τα όρια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια παράγωγό της χρησιμοποιήθηκε για τις οικουμενικές συνόδους, κατά την τότε έκταση του χριστιανισμού και προστέθηκε στον τίτλο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία ήταν έδρα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους.
Στη διεθνή βιβλιογραφία οι όροι οικουμενική κίνηση (ecumenical movement), οικουμενισμός (ecumenism) και οικουμενιστής (ecumenist) δηλώνουν θεωρητικά τη σχετική ακαδημαϊκή έρευνα και πρακτικά τη συμμετοχή στους διαλόγους και τις κοινές προσπάθειες όλου του χριστιανικού κόσμου, με δύο βασικούς στόχους: α) την αναζήτηση της ενότητας των χριστιανών, κατά το αίτημα της αρχιερατικής προσευχής «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν», και β) την ενότητα των Χριστιανών για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, με την πληθώρα των πολλαπλών ευκαιριών και των ακόμη περισσοτέρων προβλημάτων και σοβαρών απειλών.
Αρκετοί επιφανείς Ορθόδοξοι Ιεράρχες και λαϊκοί στο πλαίσιο του θεολογικού διαλόγου συνέβαλαν στην προβολή των ορθοδόξων θέσεων στους ετεροδόξους συνομιλητές και κατόρθωσαν να τις εντάξουν σε αξιόλογα θεολογικά κείμενα. Στη δογματική αυτή πλευρά των συνομιλιών διακρίθηκαν οι προβεβλημένοι Μητροπολίτες του Οικουμενικού Πατριαρχείου Χαλκηδόνος Μελίτων, Ελβετίας Δαμασκηνός, Περγάμου Ιωάννης, Σασίμων Γεννάδιος, από την Εκκλησία της Ελλάδος οι Καθηγητές Νίκος Νησιώτης, Αμίλκας Αλεβιζάτος κ. ά., αλλά και διακεκριμένοι Αντιοχειανοί, Ρώσοι, Σέρβοι, και Ρουμάνοι. Η θεολογική συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου στον πολυμερή αυτόν διάλογο επικεντρωνόταν στη θεολογική τεκμηρίωση της ιεραποστολής, με αποτέλεσμα οι συνομιλητές του να ομολογούν: δεν γνωρίζαμε μέχρι τώρα ότι οι Ορθόδοξοι ασχολούνται με την ιεραποστολή. Η πορεία του Αρχιεπισκόπου από τη νεότητά του είχε σημαδευτεί από την εντολή του Χριστού «πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη», που την ακολούθησε στην ακαδημαϊκή θεωρία και στην ιεραποστολική/ποιμαντική πράξη. Η συνέπεια θεωρίας και πράξης και της άμεσης επαφής με το ποίμνιο και τις ανάγκες του, τον ανέδειξαν “leader by theexample”.
«Τα οικουμενικά περιβάλλοντα δεν είναι ειδυλλιακά, ρομαντικά, αλλά σκληρά» όπως ο ίδιος τόνιζε, από την εξοικείωσή του σε θέσεις ευθύνης του παγκόσμιου οργανισμού, με αποκορύφωμα του Προέδρου της Παγκόσμιας Επιτροπής Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού και ενός εκ των 8 Προέδρων του ΠΣΕ (από κάθε ήπειρο ένας, Ορθόδοξος ένας και Αρχαίος Ανατολικός ένας).
Στην κοινωνία αυτή των χριστιανικών εκκλησιών μετέχουν οργανικά ή με ειδικές σχέσεις συνεργασίας απεσταλμένοι όλων των Χριστιανών. Στην ολομέλεια μιας Γενικής Συνέλευσης με περίπου 2000 εκπροσώπους με διάφορες ιδιότητες είναι παρούσα όλη η Χριστιανοσύνη: τα 2,5 δις. των κατοίκων της γης (1,2 δις. Καθολικοί, οι υπόλοιποι μέλη των διαφόρων προτεσταντικών παραδόσεων και της Αγγλικανικής και 290 περίπου εκ. Ορθόδοξοι, εκ των οποίων 220.266 εκ. Ανατολικοί Ορθόδοξοι και 71.865 χιλ.. Αρχαίοι Ανατολικοί). Και καθώς ο θεολογικός διάλογος οδήγησε στη γνωριμία των χριστιανικών παραδόσεων αλλά όχι στην ενότητα, ο θεολογικός προσανατολισμός παραχώρησε τη θέση κυρίως στην κοινή αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων επιβίωσης και ανάπτυξης των χριστιανικών κοινοτήτων παγκοσμίως.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, εκτός από τη συμμετοχή του σε θεματικές επιτροπές, υπήρξε κύριος ομιλητής στην ολομέλεια κεντρικών επιτροπών και γενικών συνελεύσεων σε ένα πολυπληθέστατο παγκόσμιο ακροατήριο, που συχνά αγνοεί τελείως την ορθόδοξη παράδοση ή ακόμη έχει προκαταλήψεις απέναντι της για θέματα ανθρωπολογίας. Η ενότητα των Ορθοδόξων και η ενεργός συμμετοχή τους με σαφείς, απλές κα μη υπεροπτικές τοποθετήσεις διασφαλίζουν την ορθόδοξη μαρτυρία. Με τη μακροχρόνια υπεύθυνη παρουσία του, τον σεβασμό στους συνομιλητές, την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων και των αναγκών τους, τις προσωπικές του επαφές, τις ειρηνικές προτάσεις στη διαχείριση κρίσεων, ο Αρχιεπίσκοπος στα μέλη αυτής της παγκόσμιας κοινότητας έγινε απολύτως αποδεκτός. Ο λόγος του συγκινούσε και το φως του προσώπου που έλαμπε από τη βαθιά του εμπειρία της αγάπης του Χριστού γίνονταν αισθητά, σε εκείνους που αναζητούν να ζήσουν το Απόλυτο. Και δεν είναι λίγοι.
Στις διορθόδοξες σχέσεις συνέβαλε με τον ειρηνοποιό χαρακτήρα και τη σοφία του στη διεξαγωγή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης. Έκτοτε προσπαθούσε για τον σεβασμό του συνοδικού συστήματος με τον συντονιστικό ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στόχο τη διαφύλαξη της ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και την αξιόπιστη μαρτυρία της στον κόσμο. Για το ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα η τοποθέτησή του υπήρξε σαφής στις δημόσιες δηλώσεις. Η απάντησή του στους ειδικούς απεσταλμένους για αυτήν την πρωτοβουλία (2018) ίσως είναι σαφέστερη: «εσείς βλέπετε ένα πεδίο στρωμένο με δάφνες. Εγώ το βλέπω να έχει παντού νάρκες. Βιάζεστε…». Μέχρι σήμερα οι εξελίξεις αυτό δείχνουν.
Με την προσέγγιση της θρησκευτικής διπλωματίας, για την οποία πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος αποδείχτηκε άριστος διπλωμάτης της relationaldiplomacy. Όμως εκείνος δεν ακολουθούσε εν γνώσει του ούτε τη ρητορική του Αριστοτέλη ούτε τους διπλωματικούς κανόνες. Ήταν ένας απόστολος του Χριστού που βάδισε στα ίχνη των μαθητών του, για να μεταδώσει με θυσιαστικό τρόπο στους εγγύς και τους μακράν το μήνυμα της Ανάστασης του Χριστού, η οποία κρύβεται μέσα στον Σταυρό. Όσο για την πορεία της ζωής του ο ίδιος συνόψισε: «Πιστεύω ότι η αγάπη είναι μια μυστική παγκόσμια δύναμη. Εκφράζεται ως μια σιωπηλή έκφραση του Θεού προς την ανθρωπότητα και των ανθρώπων προς τους συνανθρώπους τους και προς τον Θεό της αγάπης. Είναι μια συνεχής παραμονή εν Χριστώ. Η αγάπη κρατά σε συνοχή όλα τα λογικά όντα. Αναλογιζόμενος τη ζωή μου λέω ότι ήταν ένας απλός ψίθυρος αγάπης. Προς τον Αιώνιο, ο οποίος είναι αγάπη» (Κοινότητα Αγίου Αιγιδίου, Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, διάκονος Χριστού σε χώρες πολλές, Αποστολική Διακονία της Ελλάδος 2022, σελ.115).
Δήμητρας Α. Κούκουρα
Ομοτ. Καθηγήτριας Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ
Ακαδημαϊκού Συμβούλου Πανεπιστημιακού Κολλεγίου
«ΛΟΓΟΣ» - Τιράνων